- μουρέλο
- το1. χοντρό και επίμηκες τμήμα αντικειμένου, όπως π.χ. ξύλου2. ναυτ. κοινή ονομασία τού εμβολαίου, μικρής ξύλινης σφήνας που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη θηλειών ή για τη σύνδεση σχοινιών με τα άκρα τους διαμορφωμένα σε θηλειές3. (στην Κρήτη) μικρό ελαιόδενδρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. morelo].
Dictionary of Greek. 2013.